- ἐμβόλιμος
- ἐμβόλιμοςintercalatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβόλιμος — ή, ο (AM ἐμβόλιμος, ον) 1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη) 2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη»… … Dictionary of Greek
εμβόλιμος — η, ο που μπαίνει ανάμεσα, που παρεμ βάλλεται: Η 29η Φεβρουαρίου είναι εμβόλιμη ημέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβόλιμον — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem acc sg ἐμβόλιμος intercalated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολίμοις — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολίμου — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολίμους — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολίμων — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολίμῳ — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβόλιμα — ἐμβόλιμος intercalated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβόλιμοι — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)